- πηχέων
- πῆχυςforearmmasc gen pl (epic doric ionic aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πήχεων — πήχεω̆ν , πῆχυς forearm masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Пихеон, Анастасиос — Анастасиос Пихеон Анастасиос Пихеон (греч. Ανα … Википедия
επτάπηχυς — ἑπτάπηχυς, υ (AM) μήκους επτά πήχεων αρχ. ύψους επτά πήχεων («ἑπτάπηχυς ἀνήρ», Ιώσ.) … Dictionary of Greek
Охрид — Город Охрид макед. Охрид Флаг Герб … Википедия
Существительное в праиндоевропейском языке — Существительное часть речи праиндоевропейского языка. Существительное в праиндоевропейском языке обладало категориями рода, числа и падежа[1][2]. Так же, как и глаголы, существительные могли быть тематические (у которых между основой и… … Википедия
COLOSSUS Lysippi — ut quidam aiunt, discipulus, colossi Rhodii auctor, quem tamen a Caleto, vel Coleta artifice sic dictum fuisse tradit Festus. Sed haec sunt mera somnia. Auctor enim eius fuit vel Cahres, vel Laches. Plin. l. 34. c. 7. Ante omnes autem in… … Hofmann J. Lexicon universale
Σπάρτη — I Μυθικό πρόσωπο επώνυμη ηρωίδα της Σπάρτης κόρη του Ευρώτα και της Κλήτας και σύζυγος του Λακεδαίμονα. Ήταν μητέρα του Αμύκλα, της Ευρυδίκης, του Ίμερου και της Ασίνης. II Πόλη (14.084 κάτ.) της νότιας Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Λακωνίας … Dictionary of Greek
δίπηχος — η, ο και δίπηχυς, υ (AM δίπηχυς, υ και διπηχυαῑος α, ον) αυτός που έχει μήκος δύο πήχεων … Dictionary of Greek
δυωκαιεικοσίπηχυς — δυωκαιεικοσίπηχυς, υ (Α) αυτός που έχει μήκος είκοσι δύο πήχεων … Dictionary of Greek
δωδεκάπηχυς — δωδεκάπηχυς, υ (Α) αυτός που έχει ύψος δώδεκα πήχεων … Dictionary of Greek